ποδοψόφος

ποδοψόφος
ποδο-ψόφος, mit den Füßen Geräusch machend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποδοψόφος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ο ποδοψόφος αυτός ο οποίος κρατούσε το ρυθμό στους αυλητές με παπούτσι που είχε στο κάτω μέρος δεμένη μια μεταλλική πλάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψόφος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] …   Dictionary of Greek

  • МУЗЫКА —    • Musĭca (ars),          μουσική (τέχνη), иногда также musica, orum; τὰ μουσικά, как искусство муз вообще, охватывает гораздо большую сферу, чем то, что ныне называется М. К ней относится всякая духовная деятельность как научная, так и… …   Реальный словарь классических древностей

  • МУЗЫКА —    • Musĭca (ars),          μουσική (τέχνη), иногда также musica, orum; τὰ μουσικά, как искусство муз вообще, охватывает гораздо большую сферу, чем то, что ныне называется М. К ней относится всякая духовная деятельность как научная, так и… …   Реальный словарь классических древностей

  • ποδοψοφία — ἡ, Α [ποδοψόφος] ο θόρυβος τών ποδιών …   Dictionary of Greek

  • ποδοψόφιον — τὸ, Α [ποδοψόφος] η ποδοψοφία* …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”